ξεψυχιάζω
Смотреть что такое "ξεψυχιάζω" в других словарях:
ξεψυχιάζω — ξεψυχώ («τις φλέβες στα στεγνά της στήθια ανοίγομε ξεψυχιασμένοι», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ξεψυχώ, κατά τα ρ. σε ιάζω] … Dictionary of Greek
ξεψυχιάζω — ξεψυχώ («τις φλέβες στα στεγνά της στήθια ανοίγομε ξεψυχιασμένοι», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ξεψυχώ, κατά τα ρ. σε ιάζω] … Dictionary of Greek